Legénység στα ελληνικά

Μετάφραση: legénység, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Legénység στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legény στα ελληνικά - παιδί, μειράκιο, παλικάρι, παλληκάρι, παιδάκι, παιδί μου
  • legényke στα ελληνικά - ιπποκόμος, γαμπρός, παλλικαρόπουλο, παλληκαρόπουλο, Laddie, παιδάριο
  • legömbölyített στα ελληνικά - απότομος, αμβλύς, μονοκόμματος, στρογγυλεμένες, στρογγυλεμένη, στρογγυλεμένο, στρογγυλευμένο, ...
  • legújabb στα ελληνικά - φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, αργότερο, Τελευταία, Τελευταίες, Πρόσφατες, ...
Τυχαίες λέξεις
Legénység στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων