Mén στα ελληνικά
Μετάφραση: mén, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
Μεταφράσεις
- mélységmérés στα ελληνικά - βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ηχεί, βυθομέτρησης, ηχώντας
- mélyítés στα ελληνικά - εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των
- ménes στα ελληνικά - κουμπί, καρφί, ιπποτροφείο, stud, γενεαλογικό, γενεαλογικά, ορθοστάτη, ...
- mérce στα ελληνικά - μετρητής, υπολογίζω, εκτιμώ, μετρητή, περιτύπωμα, gauge, περιτυπώματος
Τυχαίες λέξεις
Mén στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
Μεταφράσεις: καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο