Mór στα ελληνικά

Μετάφραση: mór, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερσότοπος, προσδένω, μαυριτανικός, Μαυριτανών, μαυριτανικό, των Μαυριτανών, μαυριτανική
Mór στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mókás στα ελληνικά - διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
  • mól στα ελληνικά - μόλος, τυφλοπόντικας, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
  • mózesi στα ελληνικά - μωσαϊκό, ψηφιδωτό, Μωσαϊκά, Mosaic, Ψηφιδωτά
  • mögött στα ελληνικά - πίσω, πίσω από, όπισθεν
Τυχαίες λέξεις
Mór στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερσότοπος, προσδένω, μαυριτανικός, Μαυριτανών, μαυριτανικό, των Μαυριτανών, μαυριτανική