Meggátolás στα ελληνικά
Μετάφραση: meggátolás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποδισμός, αποφυγή, πρόληψη, Πρόληψη, Η πρόληψη, την πρόληψη, Πρόληψη της, Αποτροπή
Μεταφράσεις
- meggátlás στα ελληνικά - εμπόδιο, παρακώλυση, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
- meggátló στα ελληνικά - προληπτικός, προληπτικά, προληπτική, προληπτικών, προληπτικής
- meggörbülés στα ελληνικά - παραγωγή, σοδειά, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη
Τυχαίες λέξεις
Meggátolás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποδισμός, αποφυγή, πρόληψη, Πρόληψη, Η πρόληψη, την πρόληψη, Πρόληψη της, Αποτροπή
Μεταφράσεις: εμποδισμός, αποφυγή, πρόληψη, Πρόληψη, Η πρόληψη, την πρόληψη, Πρόληψη της, Αποτροπή