Meggyötörtség στα ελληνικά
Μετάφραση: meggyötörtség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνία, θλίψη, ατυχία, καημός
Μεταφράσεις
- meggyalázás στα ελληνικά - προπηλακίζω, προσβολή, οργή, βεβήλωση, βεβήλωσης, η βεβήλωση, τη βεβήλωση, ...
- meggyilkolás στα ελληνικά - Η δολοφονία, τη δολοφονία, ο φόνος, Οι δολοφονίες, τον φόνο
- meggyújtás στα ελληνικά - φωτισμός, ανάφλεξη, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης
- meggátlás στα ελληνικά - εμπόδιο, παρακώλυση, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Τυχαίες λέξεις
Meggyötörtség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνία, θλίψη, ατυχία, καημός
Μεταφράσεις: αγωνία, θλίψη, ατυχία, καημός