Meghasonlás στα ελληνικά
Μετάφραση: meghasonlás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβίαση, παραβιάζω, αθετώ, ρήγμα, διαχωρισμός
Μεταφράσεις
- meghamisított στα ελληνικά - καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, σφυρήλατος, πλαστά, πλαστών, σφυρηλατηθεί, ...
- meghamisítás στα ελληνικά - κάλπικος, πλαστός, πλαστογραφία, παραμόρφωση, στρέβλωση, στρέβλωσης, νόθευση, ...
- meghatalmazás στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
- meghatottság στα ελληνικά - συναίσθημα
Τυχαίες λέξεις
Meghasonlás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβίαση, παραβιάζω, αθετώ, ρήγμα, διαχωρισμός
Μεταφράσεις: παραβίαση, παραβιάζω, αθετώ, ρήγμα, διαχωρισμός