Λέξη: ροδέλα
Σχετικές λέξεις: ροδέλα
ροδέλα κάρτερ, ελιές ροδέλα, ροδέλα αγγλικά, κυματοειδής ροδέλα
Συνώνυμα: ροδέλα
κοινώς παξιμάδι, μηχανή πλύσεως, μηχανή πλύσης, πλύντης, χαλκάς
Μεταφράσεις: ροδέλα
ροδέλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
washer, grommet, wheel, reels, shim
ροδέλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arandela, lavadora, arandela de, la arandela, la lavadora
ροδέλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mutterscheibe, scheibe, unterlegscheibe, dichtungsring, Waschmaschine, Scheibe, Unterlegscheibe, Geschirrspülmaschine
ροδέλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rondelles, coussin, rondelle, cale, bourrelet, laveur, vaisselle, laveuse, la rondelle
ροδέλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavatrice, rondella, rondella di, la rondella, Lavastoviglie
ροδέλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
máquina de lavar, arruela, lavadora, anilha, lavador
ροδέλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wasmachine, ring, sluitring, Vaatwasser, washer
ροδέλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шайба, мойка, мойщик, машина, стиральная машина, шайбу, шайбы
ροδέλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaskemaskin, vasker, vaskemaskinen, skive, oppvaskmaskin
ροδέλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvättmaskin, bricka, brickan
ροδέλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pesukone, pesin, aluslevy, pesulaite, aluslevyn
ροδέλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spændeskive, vaskemaskine, skive, opvaskemaskine, vasker
ροδέλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podložka, těsnění, pračka, ostřikovače, podložku, podložkou
ροδέλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uszczelka, zmywarka, pralka, myjka, płuczka, pomywacz, podkładka, podkładkę, washer
ροδέλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csavaralátét, mosó, alátét, mosógép, alátétet, alátéttel
ροδέλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkayıcı, yıkama, çamaşır makinesi, yikama, rondela
ροδέλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкинений, відкинутий, непотрібен, непотрібний, шайба
ροδέλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rondele, makinë larëse, larëse, rondele të, larës
ροδέλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шайба, миене, за миене, миене на, за миене на
ροδέλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шайба
ροδέλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käterätt, pesumasin, pesuri, seib, seibi, pesur
ροδέλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podmetač, podloška, perač, posuđe stoje na, posuđe stoje, za posuđe stoje na, za posuđe stoje
ροδέλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvottavél
ροδέλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poveržlė, skalbyklė, plovimo, apliejiklis, poveržlę
ροδέλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mazgātājs, mazgātāja, vaks, mazgāšanas, mazgājamā mašīna
ροδέλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мијалник, машина, за миење, миење, за миење на
ροδέλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mașină de spălat, de spălare, șaibă, de spalare, spălare a
ροδέλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pranje, za pranje, pralno, pranje na, za pranje na
ροδέλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pračka, podložka, panel
Τυχαίες λέξεις