Menhely στα ελληνικά

Μετάφραση: menhely, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυλία, άσυλο, καταφύγιο, Refuge, Καταφυγίου, αποτελούν Καταφύγιο, αποτελεί Καταφύγιο
Menhely στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • menetparancs στα ελληνικά - πορεία, δρόμος, διαδρομή, Για, προκειμένου, ώστε, σκοπό
  • menetvonal στα ελληνικά - πίστα, μονοπάτι, ίχνη, Path, Διαδρομή, διαδρομής, Διαδρομή_διαχειριστικής_εγκατάστασης
  • meniszkusz στα ελληνικά - μηνίσκος, μηνίσκου, μηνίσκο, του μηνίσκου
  • menlevél στα ελληνικά - προστασία, ασφαλή, ασφαλούς, χρηματοκιβώτιο
Τυχαίες λέξεις
Menhely στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυλία, άσυλο, καταφύγιο, Refuge, Καταφυγίου, αποτελούν Καταφύγιο, αποτελεί Καταφύγιο