Munkaállvány στα ελληνικά
Μετάφραση: munkaállvány, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκηνοθετώ, σκηνή, φάση, στάδιο, πλατφόρμα εργασίας, εξέδρα εργασίας, εξέδρας εργασίας, πλατφόρμας εργασίας, εξεδρών εργασίας
Μεταφράσεις
- munkavállaló στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
- munkaállás στα ελληνικά - φάση, στάδιο, σκηνή, σκηνοθετώ, σταθμοί, σταθμών, σταθμούς, ...
- munkaíró στα ελληνικά - πίνακας, φλας, Συγγραφέας, Writer, συγγραφέα, Σενάριο, Εγγραφέας
Τυχαίες λέξεις
Munkaállvány στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, σκηνή, φάση, στάδιο, πλατφόρμα εργασίας, εξέδρα εργασίας, εξέδρας εργασίας, πλατφόρμας εργασίας, εξεδρών εργασίας
Μεταφράσεις: σκηνοθετώ, σκηνή, φάση, στάδιο, πλατφόρμα εργασίας, εξέδρα εργασίας, εξέδρας εργασίας, πλατφόρμας εργασίας, εξεδρών εργασίας