Nyögdécselés στα ελληνικά

Μετάφραση: nyögdécselés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, βογκητά, βογγητά, στενάζει, τα βογκητά, στεναγμοί
Nyögdécselés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nyírás στα ελληνικά - κουρεύω, πόρπη, ψαλιδίζω, συνδετήρας, διάτμηση, διάτμησης, διατμήσεως, ...
  • nyíróolló στα ελληνικά - ψαλίδι, ψαλίδια, ψαλίδες, ψαλιδιών, ψαλίδων
  • nyögés στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
  • nyöszörgés στα ελληνικά - μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Τυχαίες λέξεις
Nyögdécselés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, βογκητά, βογγητά, στενάζει, τα βογκητά, στεναγμοί