Oldóképes στα ελληνικά
Μετάφραση: oldóképes, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυος, φερέγγυος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oldás στα ελληνικά - λύση, διάλυμα, διαλύματος, λύσης, διάλυμα που
- oldódó στα ελληνικά - διαλυτός, διαλυτό, διαλυτή, διαλυτά, διαλυτού
- oldószer στα ελληνικά - φερέγγυος, εχέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Τυχαίες λέξεις
Oldóképes στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυος, φερέγγυος
Μεταφράσεις: εχέγγυος, φερέγγυος