Omlós στα ελληνικά
Μετάφραση: omlós, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, εύθρυπτα, εύθρυπτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omlasztás στα ελληνικά - διάλλειμα, διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση, καθίζηση, Σπηλαιολογία, εξερεύνηση σπηλαίων, ...
- omlás στα ελληνικά - τσουλήθρα, γλιστρώ, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
- ondolálás στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
- ondó στα ελληνικά - σπόρος, σπέρνω, εμφυτεύω, σπέρμα, σπέρματος, το σπέρμα, του σπέρματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Omlós στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, εύθρυπτα, εύθρυπτων
Μεταφράσεις: εύθρυπτος, εύθραυστος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, εύθρυπτα, εύθρυπτων