Pénztár στα ελληνικά
Μετάφραση: pénztár, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήθος, ταμειακή μηχανή, ταμειακή, ταμειακός, ταμειακής μηχανής, ταμειακών μηχανών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- delizsánsz στα ελληνικά - φιλοτεχνία, επιμέλεια
- gyöngített στα ελληνικά - αμβλύνω, ελαφρύνω, εξασθενημένο, εξασθενημένος, εξασθενημένους, εξασθενημένα, εξασθενημένη
- mohair στα ελληνικά - μοχαίρ, μοχέρ, το μοχέρ, μοχαιρ
Τυχαίες λέξεις
Pénztár στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήθος, ταμειακή μηχανή, ταμειακή, ταμειακός, ταμειακής μηχανής, ταμειακών μηχανών
Μεταφράσεις: στήθος, ταμειακή μηχανή, ταμειακή, ταμειακός, ταμειακής μηχανής, ταμειακών μηχανών