Pukkantó στα ελληνικά

Μετάφραση: pukkantó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρελότο, έσκασε, πετάχτηκε, popped, σκάσει, ψημένου
Pukkantó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dobójátékos στα ελληνικά - στάμνα, στάμνες, κανάτες, pitchers, σταμνών, τις στάμνες
  • habitus στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
  • jószerencse στα ελληνικά - καλή τύχη, καλή επιτυχία, την καλή τύχη, καλής τύχης, τύχη
  • megátalkodott στα ελληνικά - αμετανόητος, αμετανόητοι, αμετανόητη, αμετανόητο, οι αμετανόητοι
Τυχαίες λέξεις
Pukkantó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρελότο, έσκασε, πετάχτηκε, popped, σκάσει, ψημένου