Sajátosság στα ελληνικά
Μετάφραση: sajátosság, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, ειδικότητα, εξειδίκευση, ιδιαιτερότητα, ειδικότητας, εξειδίκευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elemi στα ελληνικά - στοιχειώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
- fatönk στα ελληνικά - κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
- körjárat στα ελληνικά - νικώ, δέρνω, χτυπώ, γραμμή, γραμμής, σύμφωνα, line, ...
- körzet στα ελληνικά - έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ζώνη
Τυχαίες λέξεις
Sajátosság στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, ειδικότητα, εξειδίκευση, ιδιαιτερότητα, ειδικότητας, εξειδίκευσης
Μεταφράσεις: φύση, ειδικότητα, εξειδίκευση, ιδιαιτερότητα, ειδικότητας, εξειδίκευσης