Színészet στα ελληνικά
Μετάφραση: színészet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρωματικός, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bomlás στα ελληνικά - αποσύνθεση, Διάσπασης, αποσύνθεσης, αποσυνθέσεως, την αποσύνθεση
- hallható στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ηχητικό, ακουστική, ακουστικό, ηχητική, ηχητικά
- hangmérés στα ελληνικά - βυθομέτρηση, ακουστική μέτρηση
- helyrajz στα ελληνικά - τοπογραφικώς, τοπογραφικά, τοπογραφική, μορφολογικά
Τυχαίες λέξεις
Színészet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν