Λέξη: αξιωματικός
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός αστυνομίας, αξιωματικός εμπορικού ναυτικού, αξιωματικός υπηρεσίας officer, αξιωματικός στρατού, αξιωματικόσ υπηρεσίασ
Συνώνυμα: αξιωματικός
αναμφισβήτητος, αυταπόδεικτος
Μεταφράσεις: αξιωματικός
αξιωματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
official, axiomatic, officer, officer in, an officer, officer of
αξιωματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empleado, oficial, guardia, policía, funcionario, oficial de, agente, funcionario de
αξιωματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beamter, amtlich, polizist, offizier, funktionär, offiziell, Offizier, Beamte, Officer, Beauftragten
αξιωματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
responsable, officier, axiomatique, policier, magistrat, officiel, fonctionnaire, employé, agent, dirigeant, directeur
αξιωματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ufficiale, funzionario, poliziotto, ufficiale di, agente, responsabile
αξιωματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escritório, polícia, empregado, oficial, funcionário, policial, gestor, oficial de, agente
αξιωματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, functionaris, ordonnateur
αξιωματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чин, заготовитель, казенный, таможенник, полисмен, констебль, должностной, чиновник, служебный, самоочевидный, служащий, официальный, офицер, сотрудник, офицером, офицера, должностное лицо
αξιωματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
offisiell, politikonstabel, politimann, embetsmann, offiser, offiseren, direktør, officer
αξιωματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
officiell, officer, tjänsteman, polis, utanordnaren, officeren, kommenderar
αξιωματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
järjestäjä, upseeri, virkailija, virallinen, ja menojen, tulojen ja menojen, virkamies, vastaavan neuvonantajan
αξιωματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
embedsmand, officer, politibetjent, anvisningsberettigede, medarbejder
αξιωματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důstojník, úřední, úředník, oficiální, policista, axiomatický, hodnostář, schvalující, důstojníkem, důstojníka
αξιωματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedstawiciel, służbowy, urzędnik, pułkownik, oficer, policjant, oficjał, oficjalny, urzędowy, aksjomatyczny, intendent, funkcjonariusz, biuralista, dysponent, ds, oficerem
αξιωματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tiszt, katonatiszt, hivatalos, természetes, tisztviselő, tisztviselője, felelős tisztviselő, jogosult tisztviselő
αξιωματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
resmi, subay, memuru, görevlisi, subayı, memur
αξιωματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урядовець, офіційний, посадовий, самоочевидний, службовець, офіцер, чиновник, офіцера
αξιωματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oficer, zyrtari, oficeri, oficer i, oficeri i
αξιωματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чиновник, офицер, служител, длъжностно лице, длъжностно, офицер от
αξιωματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
афіцэр
αξιωματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametiisik, ohvitser, ametlik, ametnik, käsutaja, ametniku, käsutajale
αξιωματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvjestan, očigledan, službenom, časnik, upravljati, funkcionar, neoboriv, državni, dužnosnik, činovnik, oficir, policajac, službenik, za ovjeravanje
αξιωματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann
αξιωματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
policininkas, pareigūnas, duodantis, duodantis pareigūnas, pareigūnui, pareigūno
αξιωματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
policists, oficiāls, virsnieks, kredītrīkotājs, amatpersona, darbinieks, amatpersonai
αξιωματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
службеник, офицер, директор, службеникот, службеник за
αξιωματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oficial, poliţist, ofițer, ofițer de, ofiter, funcționar, ofiter de
αξιωματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
referent, policista, uradnik, častnik, oficir, častnika, odredbodajalec
αξιωματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oficiálni, referent, dôstojník, dôstojníka, inžinier, úradník
Στατιστικά δημοτικότητας: αξιωματικός
Τυχαίες λέξεις