Szó στα ελληνικά
Μετάφραση: szó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρος, τρίμηνο, διορία, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epigramma στα ελληνικά - επίγραμμα, επιγράμματος, επίγραμμα που
- harmonizáló στα ελληνικά - εναρμόνισης, εναρμονιστικό, εναρμόνιση, εναρμονιστική, την εναρμόνιση
- kiruccanás στα ελληνικά - εξακοντίζω, εκδρομή, εξόρμηση, jaunt, βόλτα, Φτάνοντας
- lendületvétel στα ελληνικά - κουνώ, κούνια, υποδοχή, λήψη, ρεσεψιόν, υποδοχής, λήψης
Τυχαίες λέξεις
Szó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρος, τρίμηνο, διορία, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Μεταφράσεις: όρος, τρίμηνο, διορία, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού