Szükséglet στα ελληνικά
Μετάφραση: szükséglet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρειάζομαι, ανάγκη, ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- felruházás στα ελληνικά - προικοδότηση, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
- felsorakozás στα ελληνικά - ευθυγράμμισης, ευθυγράμμιση, εναρμόνισης, ευθυγραμμίσεως, την ευθυγράμμιση
- feszesség στα ελληνικά - κολλαρίζω, άμυλο, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
- körpálya στα ελληνικά - κύκλος, κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος, το κύκλωμα
Τυχαίες λέξεις
Szükséglet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, ανάγκη, ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, ανάγκη, ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των