Táró στα ελληνικά

Μετάφραση: táró, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τούνελ, σήραγγα, σήραγγας, της σήραγγας, σηράγγων
Táró στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apokrif στα ελληνικά - απόκρυφος, απόκρυφα, απόκρυφο, απόκρυφη, απόκρυφες
  • hajszálvékony στα ελληνικά - τριχοειδής, τριχοειδή, τριχοειδούς, τριχοειδών, τριχοειδές
  • hangár στα ελληνικά - υπόστεγο για αεροπλάνα, υπόστεγο, υπόστεγου, υποστέγου, υπόστεγο αεροσκαφών
  • névszói στα ελληνικά - ονομαστικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
Τυχαίες λέξεις
Táró στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τούνελ, σήραγγα, σήραγγας, της σήραγγας, σηράγγων