Λέξη: ράσπα

Σχετικές λέξεις: ράσπα

ράσπα ξύλου, ράσπα ποδιών, ράσπα pedicure

Μεταφράσεις: ράσπα

ράσπα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rasp

ράσπα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rascar, raspar, escofina, raspador, de raspador, del raspador, raspadora

ράσπα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
raspel, Raspel, raspeln, rasp, Feile

ράσπα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grincer, craquer, râper, châtier, râpe, racler, lime, rasp, la râpe, une râpe

ράσπα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
raspare, raspa, rasp, raspa di, raspa in

ράσπα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
limar, grosa, raro, raspagem, lima, de raspagem, rasp

ράσπα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rasp, raspen, schraper, gekras

ράσπα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
терпуг, напильник, терка, тереть, обдирать, скрежет, рашпиль, дребезжание, рашпилем, строгать

ράσπα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasp, skurre, raspe, raspeblad, raspen

ράσπα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rasp, raspen, raspa, raspar

ράσπα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köhinä, karmia, viila, kaapia, raspi, kähinä, ärähtää, kirskunta, raspata

ράσπα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rasp, raspen, filen for

ράσπα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skřípat, seškrabávat, rašple, škrabáku se, opilovat, skřípění, rašplovat

ράσπα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pilnik, skrobać, zgrzytać, zgrzyt, drażnić, tarnik, zeskrobywać, zgrzytanie, raszpla, tarka, rzępolić, skrobaczka, piłować

ράσπα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reszelő, ráspoly, nyíróeszköz, ráspollyal

ράσπα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
törpü, törpülemek, rencide etmek, kulak tırmalamak, sinir etmek

ράσπα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навальність, скрегіт, скрежет, скреготаннє, скреготіння

ράσπα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nevrikos, fërkoj, gërvimë, gërvin, cingris

ράσπα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас

ράσπα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скрыгат, скрогат, скрыгатанне, скрыгот, шоргат

ράσπα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raspeldama, kriipima, raspel, raspli, Käest, rasp, raspliga

ράσπα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turpija, zveckati, strugati, zveket, oštar zvuk, trenica

ράσπα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rasp

ράσπα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dildė, brūžiklis, džerškėjimas, brūžinti, džerškėti

ράσπα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čīgāt, vīlēt, kasīt, skrāpvīle, kaitināt

ράσπα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малина, стружење, пила

ράσπα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răzătoare, zăngănit, rade, rașpel, enerva

ράσπα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rasp, Turpija, strgalni, čemer strgalni, strgalna

ράσπα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rašple, hrubý pilník, rašpľa
Τυχαίες λέξεις