Λέξη: καυτηριάζω

Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω

καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα

Συνώνυμα: καυτηριάζω

καίω, καψαλίζω, ξηραίνω

Μεταφράσεις: καυτηριάζω

καυτηριάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cauterize, sear, the sear

καυτηριάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cauterizar, marchito, fiador, dorar, para dorar, sear

καυτηριάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beizen, anbraten, Abzugsstollen, sear, Abzugsstollens

καυτηριάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éroder, cautériser, dessécher, brûler, gâchette, saisir, de gâchette

καυτηριάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cauterizzare, scottare, Sear, leva di scatto, rosolare, dente di arresto

καυτηριάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cauterizar, murcho, endurecer, sear, fecho

καυτηριάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoroeien, verdroogd, dor, schroeiplaten, Sear

καυτηριάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прижечь, клеймить, прижигать, увядший, Sear, шептало, шептала

καυτηριάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svi, Sear, avtrekkerhaken, haken, avtrekkerhake

καυτηριάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avtryckarstång, sear, avtryckarstången, bryn, spärren

καυτηριάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruskistaa, polttaa, sear, pidättimen, kuihduttaa

καυτηριάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ætse, stangarm, armen, sear, aftrækkerdelen

καυτηριάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vypálit, leptat, vypalovat, spálit, ožehnout, kauterizovat, řeka, sežehnout

καυτηριάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kauteryzować, wypalać, przyżegać, przypalić, podeszły, Morze, sear, zaczep kurkowy

καυτηριάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiéget, Sear, A Sear, nyírású, elhervadt

καυτηριάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sararmış, kurutmak, emniyet tetiği, kurumak, katılaştırmak

καυτηριάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припечіть, черствим, таврувати, припікати, змащувати, пріжігать

καυτηριάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thaj, përcëlloj

καυτηριάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
увехнал, съсухрен, съсухрям, обгарям, изсъхвам

καυτηριάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыпальваць

καυτηριάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
söövitama, sear, Kuihduttaa, Kärventää, Paaduttaa, päästikuga

καυτηριάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suhoća, opržiti, žigosati, sagorjeti, spržiti

καυτηριάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
SEAR

καυτηριάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudžiūvęs, užkietinti, nuvytęs, atbukinti, paleidimo svirtis

καυτηριάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkaltēt, sauss, piededzināt, notrulināt, sprūda svira

καυτηριάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изгорат

καυτηριάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauteriza, a pârghiei de declanșare, veșted, ofili, arde

καυτηριάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
letat, Opržiti, sear, zaskočka, zaskočko, Sprožilni vzvod

καυτηριάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spáliť
Τυχαίες λέξεις