Tó στα ελληνικά

Μετάφραση: tó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίμνη, λίμνης, στη λίμνη, λίμνη της, Λέικ
Tó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arab στα ελληνικά - αραβούργημα, αραβικός, Αραβικά, αραβική, Arabic, Αραβικό
  • kátrány στα ελληνικά - κατράμι, ναύτης, πίσσα, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
  • nádas στα ελληνικά - καλάμι, καλάμια, καλαμιές, τα καλάμια, καλαμιών, καλαμιώνες
  • orrárboc-zászló στα ελληνικά - γρύλος, σημαία, σημαίας, flag, τη σημαία, της σημαίας
Τυχαίες λέξεις
Tó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίμνη, λίμνης, στη λίμνη, λίμνη της, Λέικ