Tökéletesítés στα ελληνικά

Μετάφραση: tökéletesítés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση των, τελειοποιεί
Tökéletesítés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • furunkulusféle στα ελληνικά - κονδύλωμα
  • határozat στα ελληνικά - ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του
  • megnémult στα ελληνικά - εμβρόντητος, άναυδος, άφωνος, άφωνους, άφωνο, άφωνοι, άφωνη
  • megtestesült στα ελληνικά - ενσαρκώνω, ενσαρκωμένος, ενσαρκωμένη, ενσαρκωμένο, ενανθρωπήσας
Τυχαίες λέξεις
Tökéletesítés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, τελειοποίηση, τελειοποιώντας, την τελειοποίηση, τελειοποίηση των, τελειοποιεί