Tömörített στα ελληνικά

Μετάφραση: tömörített, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστατώνω, ταραγμένος, συμπιεσμένο, συμπαγή, συμπιέζεται, συμπιεσμένα, συμπιεσμένη
Tömörített στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berakodás στα ελληνικά - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
  • harapófogó στα ελληνικά - πένσα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων
  • hírügynökség στα ελληνικά - ειδησεογραφικό πρακτορείο, πρακτορείο ειδήσεων, το πρακτορείο ειδήσεων, πρακτορείο, πρακτορείου ειδήσεων
  • mániákus στα ελληνικά - τετρακλινούς, τετράριχτη
Τυχαίες λέξεις
Tömörített στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστατώνω, ταραγμένος, συμπιεσμένο, συμπαγή, συμπιέζεται, συμπιεσμένα, συμπιεσμένη