Természet στα ελληνικά
Μετάφραση: természet, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elégtelen στα ελληνικά - ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές
- himnusz στα ελληνικά - ύμνος, ύμνο, ύμνου, τον ύμνο, εθνικό ύμνο
- intézvényes στα ελληνικά - αγοραστής
- motyogás στα ελληνικά - μουρμουρίζω, μουρμουρίζοντας, μουρμουρητό, γουργούρισμα, μουρμούρισμα, διστακτικός στην ομιλία.Εχοντας
Τυχαίες λέξεις
Természet στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
Μεταφράσεις: φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση