Λέξη: κόλακας
Σχετικές λέξεις: κόλακας
κόλακας συνώνυμα, κόλακας στα αγγλικά, κόλακας λεξικο, κόλακας σημασία
Συνώνυμα: κόλακας
τσιράκι, ευνοούμενος, κόλαξ
Μεταφράσεις: κόλακας
κόλακας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
toady, creep, flatterer, adulator, blandisher, fawner, smarmy
κόλακας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrastrarse, reptar, adulador, adular, lisonjero, aduladora, aduladores
κόλακας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schleimer, kriecher, speichellecker, widerling, kriechen, Schmeichler, Handschmeichler, flatterer, Schmeichlers, Schmeichlerin
κόλακας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ramper, traînons, grimper, reptation, amadoueur, traînez, flagorneur, rampement, adulateur, traîner, lécheur, traînent, flatteur, flatteuse, complaisant
κόλακας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leccapiedi, adulatore, strisciare, flatterer, adulatori, lusingatore
κόλακας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rastejamento, rastejar, adulador, bajulador, lisonjeador, flatterer, lisonjeiro
κόλακας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruipen, vleier, Kruipend, Kruipend dus, mooiprater, flikflooier
κόλακας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закрадываться, подползать, пресмыкаться, уползти, приживальщик, крип, подлиза, тралить, подхалим, ползать, вкрадываться, лизоблюд, красться, льстить, прихвостень, приползать, льстец, льстецом, льстеца
κόλακας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smigrer, flatterer
κόλακας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smyga, kräla, krypa, flatterer, smickrare
κόλακας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pujahtaa, kiivetä, madella, liehakoida, hipsiä, hännystellä, ryömiä, hiipiä, hivuttautua, kiipeillä, luikerrella, kontata, flatterer
κόλακας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krybe, Smigrer
κόλακας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochlebník, plazení, lézt, patolízal, lichotník
κόλακας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lizus, pełzać, drżeć, pochlebiać, czołgać, pochlebca, wkradać, leźć, skradać, pełzanie, komplemenciarz, schlebiacz, nadskakiwacz, pochlebcy
κόλακας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
talpduzzadás, csuszamlás, gumiabroncs-elcsúszás, szíjcsúszás, sínvándorlás, kitüremlés, búvólyuk, mocsok, hízelgő, hizelgő, a hizelgő alak, hizelgő alak, a hizelgő
κόλακας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağcı, Pohpohlamayı, dalkavuk, Pohpohlamayı iyi
κόλακας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плазувати, нахлібник, підлесник, лестивець, льстец
κόλακας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajkatar, ledhatar
κόλακας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ласкател
κόλακας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліслівец, падступны ліслівец
κόλακας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ronima, lipitsema, tallalakkuja, veidrik, meelitaja, lipitseja
κόλακας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gmizati, puzati, ulizica, puzanja, pizdek, laskavac, potkradati
κόλακας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læðast, flatterer
κόλακας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šliaužti, meilikautojas, Nadskakiwacz, Glaimotājs, Schlebiacz, Chwalca
κόλακας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glaimotājs
κόλακας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ласкавецот
κόλακας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lingușitor, lingușitorul, adulator
κόλακας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
flatterer
κόλακας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lichotník, smoothie