Tettlegesség στα ελληνικά
Μετάφραση: tettlegesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστοιχία, μπαταρία, προσβολή, Assault, επίθεση, επιθέσεων, κακοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aukció στα ελληνικά - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
- beajánlás στα ελληνικά - προτείνω, Προτείνετε, Αποστολή, δείχνουν, προτείνουν
- kiejtésmód στα ελληνικά - τόνος, προφορά, Accent, έμφασης, Έμφαση, το Accent
- méltánytalanság στα ελληνικά - αδικία, αδικοπραγία, αδικίες, ατασθαλίες, παρανομίες, αδικοπραξία
Τυχαίες λέξεις
Tettlegesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, προσβολή, Assault, επίθεση, επιθέσεων, κακοποίηση
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, προσβολή, Assault, επίθεση, επιθέσεων, κακοποίηση