Vásárlóközönség στα ελληνικά
Μετάφραση: vásárlóközönség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biomassza στα ελληνικά - βιομάζα, βιομάζας, της βιομάζας, τη βιομάζα, η βιομάζα
- fúrás στα ελληνικά - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, γεώτρηση, γεώτρησης, γεωτρήσεων, διάτρησης, ...
- luk στα ελληνικά - στόμιο, στόμα, Luk, λουκ, ο Λουκ, τον Luk, το Luk
- naivitás στα ελληνικά - αφέλεια, αφέλειας, αφέλειά, την αφέλεια, αγαθοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Vásárlóközönség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Μεταφράσεις: έθιμο, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες