Έθιμο στα ουγγρικά
Μετάφραση: έθιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vásárlóközönség, szokás, egyéni, egyedi, az egyéni, saját
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έθιμο
έθιμο της αγάπης, έθιμο του «κουκουμά» στη σύμη, έθιμο του μάρτη, έθιμο μάρτης, έθιμο χαρταετού, έθιμο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, έθιμο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- έδρανο στα ουγγρικά - teherhordó, munkaasztal, hokedli, nívó, elviselés, szint, felfekvés, ...
- έθιμα στα ουγγρικά - vám, vámhatóság, vámügyi, vám-, vámáru
- έθνος στα ουγγρικά - nemzet, nemzetet, nép, nemzetnek, országos
- έκβαση στα ουγγρικά - eredmény, kimenetel, eredményét, eredményéről, kimenetele
Τυχαίες λέξεις
Έθιμο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vásárlóközönség, szokás, egyéni, egyedi, az egyéni, saját
Μεταφράσεις: vásárlóközönség, szokás, egyéni, egyedi, az egyéni, saját