Véglegesen στα ελληνικά

Μετάφραση: véglegesen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
Véglegesen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hangár στα ελληνικά - υπόστεγο για αεροπλάνα, υπόστεγο, υπόστεγου, υποστέγου, υπόστεγο αεροσκαφών
  • korom στα ελληνικά - αιθάλη, αιθάλης, της αιθάλης, καπνιά, την αιθάλη
  • kárhoztatás στα ελληνικά - καταδίκη, καταδικάζει, την καταδίκη, καταδίκης, ότι καταδικάζει
Τυχαίες λέξεις
Véglegesen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς