Μόνιμα στα ουγγρικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maradandóan, véglegesen, permanensen, tartósan, állandóan, állandó, folyamatosan
Μόνιμα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μόνιμα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα ουγγρικά - tápcsatorna, ólom, ólomzár, grafit, ólomcsík, ceruzabél, plomba, ...
  • μόλυνση στα ουγγρικά - umlaut, szennyezés, ragály, fertőzés, fertőzést, fertőzések, a fertőzés
  • μόνιμος στα ουγγρικά - helytartó, permanens, maradó, állandó, tartós, végleges, folyamatos, ...
  • μόνο στα ουγγρικά - csupán, csak, kizárólag, csak a, egyetlen
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: maradandóan, véglegesen, permanensen, tartósan, állandóan, állandó, folyamatosan