Автономний στα ελληνικά

Μετάφραση: автономний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Автономний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автомобільний στα ελληνικά - πέπλος, αυτοκίνητος, αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
  • автомобілісти στα ελληνικά - αυτοκινητιστές, οδηγούς, οδηγοί, τους αυτοκινητιστές, οδηγών
  • автономія στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
  • автопортрет στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
Τυχαίες λέξεις
Автономний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο