Автономний στα ελληνικά
Μετάφραση: автономний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
![Автономний στα ελληνικά Автономний στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-68.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомобільний στα ελληνικά - πέπλος, αυτοκίνητος, αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
- автомобілісти στα ελληνικά - αυτοκινητιστές, οδηγούς, οδηγοί, τους αυτοκινητιστές, οδηγών
- автономія στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- автопортрет στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
Τυχαίες λέξεις
Автономний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο