Αυτόνομος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незалежний, автономний, автономне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτόνομος
αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυτόνομος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυτόματο στα ουκρανικά - автомат, автоматична, автоматичне, автоматичний
- αυτόν στα ουκρανικά - його, її
- αυτός στα ουκρανικά - ця, це, оцей, цей, він, вона
- αυχένας στα ουκρανικά - горлечко, шийка, ніжка, шия, задушити
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незалежний, автономний, автономне
Μεταφράσεις: незалежний, автономний, автономне