Авіація στα ελληνικά
Μετάφραση: авіація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αεροπορία, αεροσκάφος, αεροπορίας, αερομεταφορών, των αερομεταφορών, αεροπορικών μεταφορών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авуари στα ελληνικά - ενεργητικό, κεφάλαιο, εκμεταλλεύσεις, εκμεταλλεύσεων, συμμετοχές, συμμετοχών, εκμεταλλεύσεις που
- авіаційний στα ελληνικά - αεροπορία, αεροσκάφος, αέρας, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
- авізувати στα ελληνικά - συμβουλή, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
- агат στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
Τυχαίες λέξεις
Авіація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αεροπορία, αεροσκάφος, αεροπορίας, αερομεταφορών, των αερομεταφορών, αεροπορικών μεταφορών
Μεταφράσεις: αεροπορία, αεροσκάφος, αεροπορίας, αερομεταφορών, των αερομεταφορών, αεροπορικών μεταφορών