Аерозоль στα ελληνικά
Μετάφραση: аерозоль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аерація στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
- аеродром στα ελληνικά - αεροδρόμιο, αεροδρομίου, αεροδρομίων, αεροδρόμιο του, του αεροδρομίου
- аеронавт στα ελληνικά - αεροναύτης, αεροπόρος
- аеронавтика στα ελληνικά - αεροναυτική, αεροναυπηγική, αεροναυπηγικής, της αεροναυτικής, της αεροναυπηγικής
Τυχαίες λέξεις
Аерозоль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
Μεταφράσεις: σπρέι, αεροζόλ, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης