Аннали στα ελληνικά
Μετάφραση: аннали, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονικά, Annals, Επετηρίδα, περιοδικό Annals, τα χρονικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анестезія στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- анклав στα ελληνικά - θύλακα, θύλακο, θύλακας, θύλακα του, περίκλειστο έδαφος
- аномальний στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- аномалія στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλιών, ανωμαλία που, η ανωμαλία
Τυχαίες λέξεις
Аннали στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονικά, Annals, Επετηρίδα, περιοδικό Annals, τα χρονικά
Μεταφράσεις: χρονικά, Annals, Επετηρίδα, περιοδικό Annals, τα χρονικά