Аплодувати στα ελληνικά
Μετάφραση: аплодувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κροτώ, επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
Μεταφράσεις
- апетитний στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
- аплодисменти στα ελληνικά - χειροκρότημα, επευφημία, επευφημίες, χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, το χειροκρότημα, τα χειροκροτήματα
- аплодуйте στα ελληνικά - επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
- аплікатура στα ελληνικά - δακτυλισμοί, fingerings, δακτυλοθεσίας, δακτυλοθετήσει, δακτυλισμούς
Τυχαίες λέξεις
Аплодувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κροτώ, επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
Μεταφράσεις: κροτώ, επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε