Атакувати στα ελληνικά
Μετάφραση: атакувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Μεταφράσεις
- атавістичний στα ελληνικά - πατρογονικός, προγονικός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
- атака στα ελληνικά - επιδρομή, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, αρχή, επίθεσης, προσβολή, ...
- ательє στα ελληνικά - εργαστήριο καλλιτέχνου, Atelier, ατελιέ, ατελιέ του, το Atelier
- атестат στα ελληνικά - πιστοποιητικό, δίπλωμα, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Атакувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Μεταφράσεις: επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής