Λέξη: ακοή

Σχετικές λέξεις: ακοή

ακοή σκύλου, ακοή μωρού, ακοή αγγλικά, ακοή νεογέννητου, ακοή ppt, ακοή βρέφους, ακοή και ομιλία, ακοή και ισορροπία, ακοή εμβρύου, ακοή και ψυχολογία

Συνώνυμα: ακοή

ακρόαση, ανάκριση, ακρόασις, δοκιμή καλλιτέχνου

Μεταφράσεις: ακοή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hearing, ears, auditory, ear
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oída, audiencia, oído, audición, oír, auditiva, la audición
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hearing, hörend, hörweite, hören, Anhörung, zu hören, Gehör, hörte
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ouie, discussion, interrogatoire, ouïe, entendant, audition, oreille, oyant, audience, entendu, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
udito, sentire, dell'udito, sentendo, ascoltato
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audição, audiência, auditivo, ouvido, ouvir
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gehoor, horen, het horen, horen van, het horen van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слушание, слух, слуха, слышать, услышав, слушания
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hørsel, hørsels, høre, å høre, hørt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hörsel, höra, hört, att höra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuuleminen, kuuleva, kuunteleminen, kuulo, kuulla, kuulon, kuulemaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hørelse, høre, hørt, at høre, have hørt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výslech, projednání, sluch, poslouchání, poslech, slyšení, vyslechnutí, sluchu, slyšel
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słuchanie, słyszenie, wysłuchanie, próba, przesłuchanie, zmysł, słuch, rozprawa, słuchu, zapoznaniu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hallás, meghallgatását, tárgyaláson történt meghallgatását, meghallgatása, tárgyaláson
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işitme, duyma, dinledikten, haber
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заслуховування, слух, слухання, чутка, чутки, чутку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëgjim, dëgjuar, dëgjimit, të dëgjuar, dëgjimi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слух, изслушване, изслуша, като изслуша, слуха
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вуха, слых, чутка, слух, чуткі, чутку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulmine, kuulamine, istung, kohtuistungil, ärakuulamist, kuulamist, kuulmise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slušanja, rasprava, saslušanje, ročište, sluh, sluha, čuo, slušajući, saslušanja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heyrn, heyra, að heyra, heyrt, hafa heyrt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klausa, klausymas, klausos, išklausius, išgirsti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzirde, uzklausīšana, dzirdes, uzklausīšanas, dzirdēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слух, слухот, слушнеме, сослушување, слушни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
auz, audiere, ascultarea, auzului, auzit
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sluha, zaslišanje, predstavitvi, sluh, zaslišanju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sluch, sluchu, váš sluch, uši
Τυχαίες λέξεις