Багет στα ελληνικά
Μετάφραση: багет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρεύω, κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, μπαγκέτα, μπαγκέτας, baguette, Κουφώματα, μπαγκέτες
Μεταφράσεις
- багатство στα ελληνικά - ευφορία, ευγονία, πολλά, πλούσια, γονιμότητα, πολλοί, έγκυος, ...
- багаття στα ελληνικά - φωτιά, πυροβολώ, απολύω, σπρώχνω, πυρκαγιά, φωτιά για γιορτή, πυρά, ...
- багнет στα ελληνικά - ξιφολόγχη, μπαγιονέτ, τύπου μπαγιονέτ, μπαγιονέτας, bayonet
- багнистий στα ελληνικά - σπογγώδης, μαλακός, χυμώδης, πλαδαρός
Τυχαίες λέξεις
Багет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρεύω, κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, μπαγκέτα, μπαγκέτας, baguette, Κουφώματα, μπαγκέτες
Μεταφράσεις: κουρεύω, κομψός, ψαλιδίζω, κλαδεύω, μπαγκέτα, μπαγκέτας, baguette, Κουφώματα, μπαγκέτες