Бланковий στα ελληνικά
Μετάφραση: бланковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγραφτος, λευκός, κενό, άγραφος, κενές, κενή, τυφλό, τυφλού
Μεταφράσεις
- блакитний στα ελληνικά - κυανός, γαλανός, γαλάζιος, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
- бланк στα ελληνικά - κενό, άγραφτος, άγραφος, λευκός, μορφή, φόρμα, έντυπο, ...
- бленда στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, κάλυμμα φακού, φακού, Καλύπτρα φακού, Lens hood
- блеф στα ελληνικά - μπλόφα, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
Τυχαίες λέξεις
Бланковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγραφτος, λευκός, κενό, άγραφος, κενές, κενή, τυφλό, τυφλού
Μεταφράσεις: άγραφτος, λευκός, κενό, άγραφος, κενές, κενή, τυφλό, τυφλού