Άγραφος στα ουκρανικά

Μετάφραση: άγραφος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бланковий, бланк, пустий, порожній, незаповнений, неписаний
Άγραφος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άγραφος

άγραφοσ πίνακασ, άγραφος εγκέφαλος, άγραφος νόμος, άγραφος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άγραφος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άγνοια στα ουκρανικά - неосвіченість, незнання, неуцтво, невідання, байдужість, невігластво
  • άγονος στα ουκρανικά - марний, неродючий, глузування, безрезультатний, неплідний, безплідний, некорисний, ...
  • άγραφτος στα ουκρανικά - незаповнений, пустий, бланковий, бланк, порожній, неписаний
  • άγρια στα ουκρανικά - дико, жорстоко, заповідник
Τυχαίες λέξεις
Άγραφος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бланковий, бланк, пустий, порожній, незаповнений, неписаний