Блокнот στα ελληνικά

Μετάφραση: блокнот, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάπι, καρνέ, σημειωματάριο, μπλοκ, Notepad, το Σημειωματάριο, σημειωματάριο που
Блокнот στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блокада στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση
  • блокгауз στα ελληνικά - φυλάκιο, οχυρό, blockhouse, οχυρού
  • блокування στα ελληνικά - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
  • блокувати στα ελληνικά - φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Τυχαίες λέξεις
Блокнот στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάπι, καρνέ, σημειωματάριο, μπλοκ, Notepad, το Σημειωματάριο, σημειωματάριο που