Λέξη: αντιτίθεμαι

Σχετικές λέξεις: αντιτίθεμαι

αντιτίθεμαι κλίση, αντιτίθεμαι αντίθετο, αντιτίθεμαι συνώνυμα

Συνώνυμα: αντιτίθεμαι

έχω ενδοιασμούς, διαμαρτύρομαι, εναντιώνομαι

Μεταφράσεις: αντιτίθεμαι

αντιτίθεμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oppose, object to, opposed, am opposed, I am opposed

αντιτίθεμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oponerse, afrontar, oponerse a, objeto a, objeto, objeto para, objeto que

αντιτίθεμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gegenüberstellen, entgegensetzen, Objekt, Objekt in

αντιτίθεμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
opposent, opposez, opposer, contrarier, opposons, défier, objet, objet à, objet pour, objet devant, objet vers

αντιτίθεμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contrariare, opporre, contrastare, contrapporre, oggetto, oggetto da, oggetto per, dell'oggetto, oggetto al

αντιτίθεμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repugnar, oportunidade, contrariar, contrapor, vez, opor, objeto para, objeto a, objeto, objecto a, objecto para

αντιτίθεμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dwarsbomen, belemmeren, tegenwerken, object, beoogt, voorwerp, object naar, object om

αντιτίθεμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
препятствовать, противиться, сопротивляться, противопоставлять, перечить, противопоставить, оппонировать, мешать, объект, объекта, объекту

αντιτίθεμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
objekt, objektet, gjenstand, formål

αντιτίθεμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opponera, objekt till, ändamål att, objektet till, objektet som, objekt för att

αντιτίθεμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
evätä, objekti, objektin, kohteen, vastustaa, kohde

αντιτίθεμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
objekt til, objektet til, objekt for at

αντιτίθεμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odporovat, vzdorovat, čelit, namítat proti, objekt

αντιτίθεμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oponować, sprzeciwiać, sprzeciwić, zwalczać, przeciwstawiać, obiekt, obiektu, celem, przedmiotem, przedmiot

αντιτίθεμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
objektum, objektumot, tárgy, tárgyat, objektumot a

αντιτίθεμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itiraz etmek, nesne, için nesne, için object, obje

αντιτίθεμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пручатись, мішати, пручатися, противитись, об'єкт

αντιτίθεμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
objekt, objekti, objektit, objektin, objekt i

αντιτίθεμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обект, предмет, Object, обекта

αντιτίθεμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аб'ект, месца

αντιτίθεμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastustama, vastastama, objekti, objekt, eseme, objektilt

αντιτίθεμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ometati, osujetiti, pobijati, protiviti se, objekt, objekt za, predmet na, protive se

αντιτίθεμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mótmæla, hlut til, hlut til að, hlut að, mótmæla að

αντιτίθεμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
objektas, objektą, prieštarauti, tikslas yra

αντιτίθεμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
objekts, objektu, iebilst pret, iebildumus pret

αντιτίθεμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
објект за, објект на, објект за да, објект да, објектот да

αντιτίθεμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obiect, obiectul, obiectului, obiectiv, obiecte

αντιτίθεμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postavit, objekt, ugovarja, nasprotoval, cilj tega

αντιτίθεμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
protiklad, namietať, odvolávať, tvrdiť, dovolávať, odvolávať na
Τυχαίες λέξεις