Боротися στα ελληνικά

Μετάφραση: боротися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουφές, αγώνας, αγωνίζομαι, παλαιστής, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα
Боротися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боронування στα ελληνικά - οδυνηρή, βασανιστική, σπαρακτική, βασανιστικό, σπαρακτικές
  • бороти στα ελληνικά - σιγή, σιωπή, κατακτώ, σωπαίνω, μπουφές, στήθος, φυτοφάρμακα, ...
  • боротьба στα ελληνικά - παλαιστής, παλεύω, κακόμοιρος, αγώνας, αγωνίζομαι, δραστηριοποιούμαι, αρπάζομαι, ...
  • борошна στα ελληνικά - αλεύρι, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
Τυχαίες λέξεις
Боротися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουφές, αγώνας, αγωνίζομαι, παλαιστής, πάλη, μάχη, καταπολέμηση, αγώνα