Брезентовий στα ελληνικά
Μετάφραση: брезентовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братські στα ελληνικά - αδελφικός, αδελφική, αδελφικής, αδελφικές, αδελφικό
- брезент στα ελληνικά - καμβάς, πανί, πλέω, μουσαμάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
- брелок στα ελληνικά - μπρελόκ, βασικό δαχτυλίδι, key ring, κρίκος κλειδιών, κλειδοθήκη
- бренькання στα ελληνικά - παρακρούω, γρατσούνισμα, δίτυπι, Strum, γρατζουνίσματα
Τυχαίες λέξεις
Брезентовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Μεταφράσεις: μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα