Брівка στα ελληνικά

Μετάφραση: брівка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκρη, χείλος, περιστόμιο, μέτωπο, φρύδι, φρυδιού, brow, του φρυδιού
Брівка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брязкіт στα ελληνικά - φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
  • брязкітка στα ελληνικά - bryazkitka
  • брід στα ελληνικά - περαστικός, πέρασμα, Ford, της Ford, η Ford, τη Ford
  • був στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, ήταν, είχε, ήταν η, δεν
Τυχαίες λέξεις
Брівка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκρη, χείλος, περιστόμιο, μέτωπο, φρύδι, φρυδιού, brow, του φρυδιού