Бурлакувати στα ελληνικά
Μετάφραση: бурлакувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγύρτης, μόρτης, αλήτης, απατεώνες, απατεώνων, αδίστακτος, παρίες, αδίστακτους
Μεταφράσεις
- буркун στα ελληνικά - επικεφαλίδα, πορεία, τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
- бурлака στα ελληνικά - πύργος, νομάς, πλάνης, Rover, ρόβερ, της Rover
- бурлеск στα ελληνικά - παρωδία, μπουρλέσκ, μπουρλέσκο, burlesque, γελοιοποιώ
- бурмотати στα ελληνικά - φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογώ, πολυλογία
Τυχαίες λέξεις
Бурлакувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγύρτης, μόρτης, αλήτης, απατεώνες, απατεώνων, αδίστακτος, παρίες, αδίστακτους
Μεταφράσεις: αγύρτης, μόρτης, αλήτης, απατεώνες, απατεώνων, αδίστακτος, παρίες, αδίστακτους