Бінокль στα ελληνικά

Μετάφραση: бінокль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυαλί, ποτήρι, τζάμι, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, διοπτρών
Бінокль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • біметалізм στα ελληνικά - διμεταλλισμό, το διμεταλλισμό, τον διμεταλλισμό, διμεταλλισμού
  • бінарний στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • біноклі στα ελληνικά - διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, διοπτρών
  • біном στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
Τυχαίες λέξεις
Бінокль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυαλί, ποτήρι, τζάμι, διόπτρες, κιάλια, τα κιάλια, κυάλια, διοπτρών